- δάκτυλος
- οβλ. δάχτυλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δάκτυλος — finger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
δακτύλοις — δάκτυλος finger masc dat pl δάκτυλος finger neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτύλοισι — δάκτυλος finger masc dat pl (epic ionic aeolic) δάκτυλος finger neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτύλοισιν — δάκτυλος finger masc dat pl (epic ionic aeolic) δάκτυλος finger neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτύλω — δάκτυλος finger masc nom/voc/acc dual δάκτυλος finger masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτύλων — δάκτυλος finger masc gen pl δάκτυλος finger neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτύλοιν — δάκτυλος finger masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτύλου — δάκτυλος finger masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτύλους — δάκτυλος finger masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)